- εὐδιόρθωτος
- εὐδιόρθωτοςeasy to remedymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδιόρθωτος — εὐδιόρθωτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που διορθώνεται ή θεραπεύεται εύκολα («εὐδιόρθωτον... συμφοράν», Διον. Αλ.) 2. αυτός που επισκευάζεται εύκολα αρχ. (για νόσο) εκείνος που εύκολα θεραπεύεται («εὐδιόρθωτοι νοῡσοι», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
εὐδιόρθωτον — εὐδιόρθωτος easy to remedy masc/fem acc sg εὐδιόρθωτος easy to remedy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιορθώτοισι — εὐδιόρθωτος easy to remedy masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιορθώτου — εὐδιόρθωτος easy to remedy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιορθώτων — εὐδιόρθωτος easy to remedy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιόρθωτα — εὐδιόρθωτος easy to remedy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιόρθωτοι — εὐδιόρθωτος easy to remedy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)